- αφομοιώνω
- (AM ἀφομοιῶ, -όω)κάνω κάτι ή κάποιον όμοιο με τον εαυτό μουνεοελλ.1. (ως οργανισμός) απορροφώ, κάνω αφομοίωση2. (για γνώσεις, μαθήματα κ.λπ.) κατανοώ απόλυτααρχ.1. καθιστώ ή κάνω κάτι όμοιο με άλλο2. συγκρίνω, παραβάλλω3. απεικονίζω, ζωγραφίζω κάποιον4. απομιμούμαι, αντιγράφω.
Dictionary of Greek. 2013.